εκθεσμος

εκθεσμος
    ἔκθεσμος
    ἔκ-θεσμος
    2
    жуткий, страшный
    

(ὄναρ Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκθεσμος" в других словарях:

  • ἔκθεσμος — lawless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθεσμος — η, ο (AM ἔκθεσμος, ον) αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος μσν. (για πρόσ.) άδικος, άνομος αρχ. τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ») …   Dictionary of Greek

  • ἐκθεσμότατα — ἔκθεσμος lawless adverbial superl ἔκθεσμος lawless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθέσμως — ἔκθεσμος lawless adverbial ἔκθεσμος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθεσμον — ἔκθεσμος lawless masc/fem acc sg ἔκθεσμος lawless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθέσμοις — ἔκθεσμος lawless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθέσμου — ἔκθεσμος lawless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθέσμους — ἔκθεσμος lawless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθέσμων — ἔκθεσμος lawless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθέσμῳ — ἔκθεσμος lawless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθεσμα — ἔκθεσμος lawless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»